-
1 θαμέες
θαμέες, θαμειαί ( θάμα), dat. θαμέσι, θαμειαῖς, acc. θαμέας: frequent, thick; σταυροὶ πυκνοὶ καὶ θαμέες, ‘thick set and numerous,’ Od. 14.12.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θαμέες
-
2 θαμειαί
θαμέες, θαμειαί ( θάμα), dat. θαμέσι, θαμειαῖς, acc. θαμέας: frequent, thick; σταυροὶ πυκνοὶ καὶ θαμέες, ‘thick set and numerous,’ Od. 14.12.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > θαμειαί
Перевод: со всех языков на английский
с английского на все языки- С английского на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий